Σχετικά με το γλοιοσπόριο ενημερώνει, με σχετική ανακοίνωσή της, η Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Π.Ε. Μεσσηνίας τους ελαιοκαλλιεργητές της περιοχής ευθύνης.
Σημειώνεται, ειδικότερα στην ανακοίνωση της ΔΑΟΚ Μεσσηνίας:
“Το γλοιοσπόριο ή ανθράκωση, αποτελεί πλέον μία από τις σημαντικές ασθένειες της ελιάς που μπορεί να προκαλέσει ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση των καρπών σε ελαιοποιήσιμες και επιτραπέζιες ποικιλίες ελιάς. Το ελαιόλαδο έχει δυσάρεστη γεύση, υπέρυθρο χρώμα, είναι θολό και παρουσιάζει χημικές μεταβολές στη σύστασή του, όπως υψηλή οξύτητα, καθώς και σημαντική μείωση αντιοξειδωτικών ουσιών.
Η ασθένεια αυτή στην Ισπανία είναι γνωστή από το 1930, ως “σαπούνι φρούτων”, ενώ στην Ιταλία από το 1950 ως “λέπρα”. Στη χώρα μας πρωτοεμφανίστηκε το 1920 στην Κέρκυρα, ως “παστέλα”, στην ποικιλία Λιανολιά. Η περιοδική έξαρση της ασθένειας που παρατηρείται στην περιοχή μας από το 2016 είναι απότοκο της κλιματικής αλλαγής.
Η ανάπτυξη του μύκητα φαίνεται να είναι βέλτιστη σε θερμοκρασία 10° – 25°C (ιδανική 25° C). Αντίθετα, η ανάπτυξη σταματά στους 0° C και είναι ελάχιστη στους 29°C. Οταν αυτές οι συνθήκες συνδυάζονται με υψηλή σχετική υγρασία και βροχοπτώσεις, η μόλυνση εξαπλώνεται και μπορεί να οδηγήσει σε ξέσπασμα επιδημίας σε μια περιοχή.
Ο κύκλος ζωής της νόσου ξεκινά την άνοιξη, όταν η θερμοκρασία αυξάνεται. Η ανθοφορία είναι το πιο κρίσιμο στάδιο για την εγκατάσταση και την εξάπλωση του μύκητα. Η μεταφορά του μολύσματος στα άνθη γίνεται μέσω της υψηλής σχετικής υγρασίας και του αέρα. Ακόμη και χωρίς ισχυρή βροχόπτωση, το μόλυσμα διαδίδεται πολύ εύκολα. Τα προσβεβλημένα άνθη αποκτούν καστανοκόκκινο μεταχρωματισμό με αποτέλεσμα τη μείωση της ανθοφορίας και της καρπόδεσης. Στη συνέχεια, ο μύκητας εισέρχεται στο νεαρό καρπίδιο, προκαλώντας την λανθάνουσα προσβολή, δεν υπάρχουν δηλαδή εμφανή συμπτώματα της ασθένειας. Ο μύκητας δρα «αθόρυβα», λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν το καλοκαίρι.
Στο τέλος του καλοκαιριού, που η θερμοκρασία αρχίζει να μειώνεται και ιδιαίτερα στις αρχές του φθινοπώρου, με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχοπτώσεις, ενεργοποιείται η λανθάνουσα μορφή του μύκητα και η ασθένεια αρχίζει να αναπτύσσεται στους άγουρους καρπούς. Αργότερα, το φθινόπωρο και το χειμώνα, και ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, οι καρποί που πλησιάζουν στην ωρίμανση γίνονται πιο ευάλωτοι στη μόλυνση. Η προσβολή του ελαιοκάρπου από εχθρούς, όπως ο δάκος, αποτελεί προαιρετικό παράγοντα εκδήλωσης της ασθένειας, καθώς ο μύκητας μπορεί να προσβάλει ώριμους καρπούς, οι οποίοι δεν έφεραν κανένα τραυματισμό, εξ ίσου αποτελεσματικά με καρπούς που είχαν προηγούμενα τραυματιστεί. Σε ποικιλίες με επιμήκεις καρπούς (Καλαμών), η σήψη ξεκινά συνήθως από το κορυφαίο άκρο και επεκτείνεται στην υπόλοιπη επιφάνεια. Γενικά, οι προσβεβλημένοι καρποί παρουσιάζουν κυκλικές βυθισμένες κηλίδες ή ομόκεντρους δακτυλίους. Οι προσβεβλημένοι ώριμοι καρποί εμφανίζουν μια εσωτερική φαιά σήψη της σάρκας γύρω από τις κηλίδες και είτε πέφτουν στο έδαφος και σαπίζουν ολοκληρωτικά είτε μένουν προσκολλημένοι στο δένδρο, με αποτέλεσμα να αφυδατώνονται, να συρρικνώνονται και να μουμιοποιούνται, αποτελώντας πηγή μολυσμάτων για την επόμενη άνοιξη. Οι φυτοτοξίνες που παράγονται από το παθογόνο στους προσβεβλημένους καρπούς προκαλούν ένα δευτερογενές σύνδρομο, τη χλώρωση των φύλλων, τον μαρασμό των ποδίσκων και των κλαδίσκων. Η μεταφορά του μολύσματος στα φύλλα γίνεται άμεσα μέσω της επιδερμίδας ή έμμεσα μέσω του μίσχου. Η προσβολή στα φύλλα ξεκινά στην κορυφή του ελάσματος και εκδηλώνεται με κηλίδες καστανού χρώματος ή χλωρωτικού καστανοκίτρινου. Τα μολυσμένα φύλλα καρουλιάζουν προς τα πάνω και πέφτουν στο έδαφος. Μπορεί να προκληθεί σημαντική αποφύλλωση των κλάδων. Η ασθένεια προσδίδει στους μίσχους σκοτεινό χρώμα καπνιάς. Ο μύκητας διαχειμάζει σε προσβεβλημένους καρπούς που έχουν παραμείνει στο δέντρο ή έχουν πέσει στο έδαφος, φύλλα και ποδίσκους.
Για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της ασθένειας απαιτούνται καλλιεργητικά μέτρα και μέτρα χημικού ελέγχου:
- Αφαίρεση κλαδιών με μουμιοποιημένους καρπούς.
- Ορθολογικό κλάδεμα για καλύτερο αερισμό του δένδρου, μείωση της σχετικής υγρασίας στο εσωτερικό της κόμης και ομοιόμορφη κάλυψη από το ψεκαστικό υγρό
- Ελαφριά κατεργασία του εδάφους για ενσωμάτωση των μουμιοποιημένων καρπών ή ξύσιμο των κτημάτων
- Ισορροπημένες λιπάνσεις για ανθεκτικούς καρπούς.
- Πρώιμη συγκομιδή για την αποφυγή δευτερογενών μολύνσεων σε ώριμους καρπούς.
- Πρόγραμμα ψεκασμών με εγκεκριμένες δραστικές ουσίες, σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης της ετικέτας, τις περιόδους αιχμής της ανάπτυξης του μύκητα. Για να είναι αποτελεσματικοί οι ψεκασμοί πρέπει να γίνεται καθολικός ψεκασμός του δένδρου με πλήρη διαβροχή αυτού. Ο σημαντικότερος ψεκασμός, ο οποίος συμπίπτει με τα αρχικά μολύσματα είναι κατά το κρόκιασμα των ταξιανθιών. Σε περιοχές που έχουν υψηλή πίεση προσβολής γλοιοσπορίου συνιστάται επιπλέον επέμβαση στο νεαρό καρπίδιο, αμέσως μετά την καρπόδεση. Στις αρχές του φθινοπώρου, πριν ξεκινήσουν οι πρώτες βροχές και πέσει η θερμοκρασία, συστήνεται ένας επιπλέον ψεκασμός. Εφόσον κριθεί απαραίτητο και ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες (υγρασία, θερμοκρασία) που θα επικρατήσουν, οι ψεκασμοί θα επαναληφθούν το φθινόπωρο. Θα πρέπει να γίνεται εναλλαγή των διαθέσιμων εγκεκριμένων δραστικών ουσιών προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξη ανθεκτικών πληθυσμών του παθογόνου”.